μικροβιολυτικός

μικροβιολυτικός
-ή, -ό
(μικρβλ.) αυτός που έχει την ιδιότητα να νεκρώνει και να διαλύει τα κύτταρα τών μικροβίων («μικροβιολυτικός ορός»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”